σμῶν

σμῶν
σμάω
wipe
pres part act masc voc sg
σμάω
wipe
pres part act neut nom/voc/acc sg
σμάω
wipe
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
σμάω
wipe
pres part act masc voc sg (ionic)
σμάω
wipe
pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic)
σμάω
wipe
pres part act masc nom sg (attic epic ionic)
σμάω
wipe
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
σμάω
wipe
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)
σμάω
wipe
imperf ind act 3rd pl (ionic)
σμάω
wipe
imperf ind act 1st sg (ionic)
σμόω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
σμόω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
σμόω
pres part act masc nom sg
σμόω
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • ψυχαναγκαστικός — ή, ό, Ν [ψυχαναγκασμός] 1. ο σχετικός με τον ψυχαναγκα σμό 2. άτομο που κατέχεται από ψυχαναγκαστική νεύρωση 3. φρ. «ψυχαναγκαστική νεύρωση» ιατρ. νεύρωση που έχει ως κύριο σύμπτωμα την εκδήλωση ψυχαναγκα σμών …   Dictionary of Greek

  • κακοχράσμων — κακοχρά̱σμων , κακοχρήσμων masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”